- ἐνδεικνύοντες
- ἐνδείκνυμιmarkpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταλαθιστής — καταλαθιστής, ὁ (Α) [καταλανθάνω] (κατά τον Ησύχ.) «καταλαθισταί ἐξηγηταὶ ἢ ἐνδεικνύοντες τὰ δημόσια, ἀληθεῑς ἑρμηνευταί») … Dictionary of Greek